τσινιά

τσινιά
και τζινιά, η, Ν
κλοτσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ / τζινώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. τσιμπ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσινιά — η κλοτσιά, δυνατό χτύπημα με τα πόδια, λάκτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζινιά — η, Ν βλ. τσινιά …   Dictionary of Greek

  • τσινιάρης — ο, θηλ. τσινιάρα, Ν 1. (για υποζύγιο) αυτός που κλοτσάει με το παραμικρό 2. μτφ. (για πρόσ.) ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινιά + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”